- φραντσάιζινγκ
- το, Νάκλ. (οικον.) μορφή εμπορικής συνεργασίας βάσει τής οποίας ένας μικροεπιχειρηματίας δικαιούται να χρησιμοποιεί το όνομα, το σήμα ή την τεχνογνωσία μιας μεγάλης επιχείρησης έναντι χρηματικής αποζημίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. franchising].
Dictionary of Greek. 2013.